Σύγχρονα Βιομηχανικά Κτίρια στην Ελλάδα

Η διοργάνωση και οι στόχοι της έκθεσης

Μια έκθεση έχει συνήθως δύο συμπληρωματικούς στόχους, να προβάλλει έργα που έχουν μια ιδιαίτερη αξία και να καταγράψει μια συλλογική κατάσταση, έναν τρόπο σκέψης και δράσης σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Η έκθεση σύγχρονων βιομηχανικών κτιρίων στην Ελλάδα πρέπει να εξεταστεί και ως προς τους δύο αυτούς στόχους. Αναμφίβολα, κάθε ένα από τα κτίρια που παρουσιάζονται μπορεί να εκτιμηθεί ξεχωριστά. Είναι όμως τέτοιο το θέμα της έκθεσης ώστε έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία να εξετάσουμε τα εκθέματα σε σχέση με το γενικότερο ερώτημα ποιος είναι ο ρόλος και η σημασία της αρχιτεκτονικής στη βιομηχανία και ποια τα κριτήρια σχεδιασμού και αξιολόγησης του βιομηχανικού κτιρίου. Η έκθεση προβάλλει όχι μόνο το έργο των Ελλήνων αρχιτεκτόνων σε έναν ιδιαίτερο τομέα, αλλά και τη συναρτημένη δραστηριότητα των Ελλήνων βιομηχάνων, μηχανικών και διευθυντικών στελεχών στη διαμόρφωση κτιρίων υψηλής ποιότητας που ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις για το περιβάλλον, τις συνθήκες εργασίας, την παραγωγικότητα και τον ποιοτικό έλεγχο.

Με δεδομένα τα ενδιαφέροντα και τους στόχους που παρουσιάστηκαν παραπάνω, πρέπει αμέσως να αναγνωριστούν οι θεματολογικοί περιορισμοί της έκθεσης, δηλαδή η απουσία της βαριάς βιομηχανίας και η απουσία ιστορικής αναδρομής.

Πέρα από τη σημασία τους για την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, οι εγκαταστάσεις της βαριάς βιομηχανίας παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον ως κτίσματα που διαμορφώνουν την αρχιτεκτονική του τοπίου και ως πλαστικές μορφές μεγάλης κλίμακας. Δεν στάθηκε όμως δυνατόν να συμπεριληφθούν στην παρούσα έκθεση διότι απαιτούνται πολύ μεγαλύτεροι πόροι για τη σωστή μελέτη, αποτύπωση και παρουσίασή τους. Ελπίζουμε λοιπόν ότι οι εγκαταστάσεις αυτές θα αποτελέσουν αντικείμενο άλλης προσπάθειας στο μέλλον.
Η έκθεση αυτή περιορίζεται σε μονάδες ενδιάμεσης και μικρότερης κλίμακας. Για το λόγο αυτό, αντικείμενο της είναι το βιομηχανικό κτίριο και όχι η βιομηχανική εγκατάσταση γενικότερα. Κατά την άποψή μας δεν είναι σκόπιμο να ανοίγουμε θέματα προς συζήτηση και προβολή, αν δεν έχουμε εξασφαλίσει τις στοιχειώδεις δυνατότητες να τα ερευνήσουμε και να τα προετοιμάσουμε με την προσοχή που τους ταιριάζει. Οι ίδιοι περιορισμοί εξηγούν την απουσία ιστορικών αναδρομών από την έκθεση.

Η επιλογή των κτιρίων έγινε ανάλογα με το αν ικανοποιούνται ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω κριτήρια:

  1. ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ποιότητα
  2. επίλυση νέων λειτουργικών και τεχνολογικών προβλημάτων, συμπεριλαμβανομένων και των προβλημάτων που αφορούν την πρόβλεψη επεκτάσεων και τροποποιήσεων
  3. διευκόλυνση της δημιουργικότητας, του ποιοτικού ελέγχου, της παραγωγικότητας και της ασφάλειας, και συνεισφορά στην υψηλή ποιότητα του τεχνολογικού και ανθρώπινου περιβάλλοντος εργασίας.

Τα κτίρια προκάλεσαν την προσοχή μας με διάφορους τρόπους. Ορισμένα είναι ήδη γνωστά από τη δημοσίευσή τους σε αρχιτεκτονικά περιοδικά και βιβλία. Όσον αφορά αυτά τα κτίρια κρίναμε ότι μια πληρέστερη παρουσίαση στο πλαίσιο της έκθεσης θα προσφέρει τη δυνατότητα μιας εκ νέου συγκριτικής αποτίμησης. Άλλα κτίρια εξετάστηκαν διότι ήταν ήδη γνωστά στους οργανωτές της έκθεσης ως αξιόλογα έργα στον τομέα του βιομηχανικού κτιρίου, ή ως παραδείγματα του τρόπου που ήδη καταξιωμένοι αρχιτέκτονες προσεγγίζουν το βιομηχανικό κτίριο. Μια τρίτη κατηγορία κτιρίων επιλέχθηκε μετά από την εκδήλωση ενδιαφέροντος από τους αρχιτέκτονες που ανταποκρίθηκαν σε σχετική πρόσκληση του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής που δημοσιεύτηκε στο Ενημερωτικό Δελτίο του ΤΕΕ. Νομίζουμε ότι ο συνδυασμός των παραπάνω τρόπων προσέγγισης μας επέτρεψε να ανιχνεύσουμε καλύτερα την αρχιτεκτονική δραστηριότητα στον τομέα του βιομηχανικού κτιρίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά αξιόλογα κτίρια θα έχουν διαφύγει της προσοχής μας. Ούτε βέβαια είναι δυνατή μια επιλογή που να βρίσκει σύμφωνους όλους τους επισκέπτες της έκθεσης. Την ευθύνη της επιλογής και των κριτηρίων της έχουν έτσι και αλλιώς οι διοργανωτές - στη συγκεκριμένη περίπτωση ο επιστημονικός υπεύθυνος περισσότερο από τους άλλους.

Αρχιτεκτονικά ζητούμενα και κριτήρια αξιολόγησης

Είναι φανερό, από τα κείμενα των βιομηχάνων που παρουσιάζονται σε αυτόν το κατάλογο, ότι οι αρχιτέκτονες δεν κλήθηκαν να εκπληρώσουν έναν στενά τεχνικό ρόλο. Η οικονομία, λειτουργικότητα και προσαρμοστικότητα των κτιρίων, καθώς και οι προβλέψεις για μελλοντικές μεταβολές του όγκου παραγωγής ή διακίνησης, περιλαμβάνονται συχνά στα ζητούμενα. Εξίσου συχνές είναι δύο πεποιθήσεις κοινωνικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Πρώτον, ότι η συνολική διαμόρφωση του περιβάλλοντος εργασίας συνεισφέρει στην απόδοση των επιχειρήσεων, είτε ενδυναμώνοντας τον συνειδητό έλεγχο της παραγωγής και της ποιότητας, είτε ενισχύοντας τη συμμετοχή των εργαζομένων, είτε κάνοντας την εργασία περισσότερο ελκυστική. Δεύτερον, ότι το βιομηχανικό κτίριο πρέπει να εκφράζει και τη στάση εξυπηρέτησης, σεβασμού και υποδοχής του πελάτη, να πείθει δηλαδή για την επάρκειά του ως σημείο αφετηρίας ενός πλέγματος σχέσεων που καταλήγουν στην εξυπηρέτηση αναγκών του πελάτη. Πέρα όμως από τα ζητούμενα που αφορούν άμεσα την εργασία και την επιχείρηση, πρέπει να προσέξουμε την άμεση ή έμμεση διατύπωση ευρύτερων κριτηρίων αξιολόγησης της αρχιτεκτονικής. Τα κτίρια θεωρούνται ότι συνεισφέρουν στην αποκρυστάλλωση της συνειρμικής ή της οπτικής εικόνας που έχει το κοινό για την εταιρεία και τα προϊόντα της. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις αναγνωρίζεται στα κτίρια και ένας ευρύτερος συμβολικός ρόλος. Η καθαρά αρχιτεκτονική ποιότητα θεωρείται ως τεκμήριο αισθητικού προσανατολισμού και πολιτισμικού πνεύματος της εταιρείας. Έρχεται δηλαδή η αρχιτεκτονική, ως τέχνη, να εκφράσει την πολιτισμική ταυτότητα προς την οποία τείνει μια εταιρεία. Είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο ότι αυτή η αισθητική στάση μπορεί να οδηγήσει σε μια ουσιαστικά πολιτική τοποθέτηση, ότι δηλαδή η αναβάθμιση του βιομηχανικού κτιρίου είναι μέρος της συγκρότησης της βιομηχανίας ως πεδίου δημιουργίας και συνιστώσας του πολιτισμού, του κοινού συμφέροντος και του περιβάλλοντος.
Στα κείμενα των αρχιτεκτόνων η έμφαση στη λειτουργικότητα ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του εργοστασίου είναι κοινός τόπος, ίσως επειδή το εργοστασιακό κτίριο έρχεται σε αμεσότερη και εκτενέστερη σχέση με την τεχνολογία από ό,τι άλλοι κτιριακοί τύποι.

Περισσότερο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρχιτέκτονες δεν έλαβαν απλώς υπόψη τους τη λογική, τη ροή και τις απαιτήσεις της παραγωγής, αλλά συμμετείχαν και στον σχεδιασμό της. Σε ακόμα περισσότερες περιπτώσεις, ο ρόλος του αρχιτέκτονα συμπεριέλαβε τον συντονισμό άλλων ειδικοτήτων και την ενσωμάτωση επιμέρους προδιαγραφών σε ενιαίο σύνολο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε παράλληλα να διακρίνομε τα ιδιαίτερα κάθε φορά στοιχεία που συνεισφέρει ο αρχιτέκτονας στη συνολική σύλληψη του προβλήματος. Έχουμε, για παράδειγμα, την εισαγωγή της ιδέας του δρόμου ή του κοινόχρηστου αιθρίου ως άρχων της οργάνωσης του χώρου, ή τη διάσπαση των όγκων ως αρχή μορφολογικής ισορροπίας αλλά και ως προϋπόθεση σωστού φωτισμού και αερισμού. Έχουμε ακόμα τη σύλληψη του κελύφους όχι μόνο ως οριοθέτησης του μέσα και του έξω, αλλά και ως συστατικού του ευρύτερου τοπίου και του δομημένου περιβάλλοντος, αστικού, περιαστικού ή φυσικού. Σε πολλές περιπτώσεις οι αρχιτέκτονες δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην κατασκευαστική λεπτομέρεια και στα υλικά, όχι μόνο για να ανταποκριθούν σε ιδιαίτερα προβλήματα, ή για να ελέγξουν παθητικά ή ενεργητικά το εσωτερικό περιβάλλον, αλλά και για να επεξεργαστούν τον μορφολογικό χαρακτήρα του κελύφους, συχνά και με αξιοσημείωτες κατασκευαστικές καινοτομίες. Με δυο λόγια, το έργο που παρουσιάζεται προσφέρεται σε εναλλακτικές και συμπληρωματικές κριτικές προσεγγίσεις. Στο πλαίσιο αυτών των προσεγγίσεων, πρέπει να μας απασχολήσει και η σύγκριση των κτιρίων με αντίστοιχα παραδείγματα από τον διεθνή χώρο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αρχιτέκτονες αναφέρουν τις επισκέψεις τους σε εργοστάσια άλλων χωρών ή τη μεταφορά τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, ως μέρος του προγραμματισμού και του σχεδιασμού των μονάδων που εξετάζουμε. Πιστοποιείται έτσι και άμεσα αυτό που κατά γενικό τρόπο ξέρουμε όλοι, ότι, δηλαδή, η συγκεκριμένη επένδυση και ο σχεδιασμός συνδέονται όλο και πιο άμεσα με ένα ευρύτερο δίκτυο επικοινωνίας, ανταγωνισμού, ανταλλαγής και οργάνωσης.

Ο κοινός παρονομαστής ανάμεσα στα κείμενα των αρχιτεκτόνων και στα κείμενα των εταιρειών βρίσκεται ίσως στην αναζήτηση ενός ανθρωπισμού που συνδιαλέγεται με την τεχνολογία και την οικονομία αντί να αντιπαρατίθεται προς αυτές. Αυτός είναι τελικά ο λόγος που έχει ευρύτερο ενδιαφέρον η βιομηχανική αρχιτεκτονική. Από τη σκοπιά μας, ως επιμελητές της έκθεσης, ελπίζουμε ότι μαζί με την προβολή των συγκεκριμένων έργων, η έκθεση θα δώσει τα έναυσμα αλλά και το πλαίσιο για τη διατύπωση κριτικών απόψεων και ότι θα υποδείξει κατευθύνσεις συστηματικής παραπέρα έρευνας με στόχο την τεκμηρίωση της πείρας, αλλά και τον εμπλουτισμό της γνώσης που υποστηρίζουν τη βιομηχανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα.